-
1 λάσιος
λάσιος (mit λαῖνα, lana, verwandt, vgl. δασύς), att. 2 Endgn, dichtbehaart, rauch, zottig, wollig, ὄϊς, Il. 24, 125 Od. 9, 433, wie Theocr. 12, 4; ϑῆρες Soph. Phil. 184. – Von Menschen, λάσια στήϑεα, Il. 1, 189, λάσιον κῆρ, 2, 851. 16, 554, zottige Brust, u. danach gebildet auch zottiges Herz, als Zoichen trotzigen, männlichen Muthes; vgl. Plat. Theaet. 194 a; ὡς λάσιαι φρένες ἤλασαν ἔξω Alex. Aet. bei Ath. XV, 699 c, wo es denn auch als Zeichen der Klugheit u. Verschlagenheit gilt. – Im eigtl. Sinne, κεφαλή, Plat. Tim. 76 c; περὶ ὦτα λάσιος Phaedr. 253 e; Sp., λάσιος τὰ σκέλη Luc. D. D. 4, 1; λάσιος γένυν Flacc. 2 (XII, 25); ὀφρύς Theocr. 11, 31, wie Sosipat. 3 (V, 56); χαίτη Ap. Rh. 4, 1605; τρίχες Automed. 2 (XI, 326). – Auch übtr., wie δασύς, dicht bewachsen, dicht belaubt, ἄγκη δύςπορα καὶ λάσια Plat. Cratyl. 420 e; χωρίον Xen. Hell. 4, 2, 19; im Gasztz von ἐργάσιμον, Cyr. 1, 4, 16; ἡ γῆ λάσιος ὑλαις, Luc. Prom. 12; häufig bei sp. D., λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν Ap. Rh. 2, 1270; δρυμός Theocr. 25, 134; φύλλα Nic. Thev. 69; – τὰ λασιώτατα τῶν ὀρῶν D. Cass. 39, 44.
-
2 λάσιος
A shaggy, woolly, of sheep, Il.24.125, Od.9.433; λ. θῆρες, of sheep and goats, opp. deer ([etym.] στικτοὶ θ.), S.Ph. 184 (lyr.);μέλισσαι Theoc.22.42
; τὰ -ώτατα, of horses, X.Eq.2.4; in men, λ. κῆρ was in the heroic age a mark of strength, Il.2.851, 16.554, cf. Pl.Tht. 194e; ἐν.. στήθεσσιν λασίοισι, of Achilles, Il.1.189;τὸ στῆθος ἐπαινεῖν χρὴ τετράγωνόν τε ἐὸν καὶ λ. Hp.Prorrh.2.7
; whereas afterwards a hairy breast was looked upon as a sign of dissoluteness or coarseness, Ar.Nu. 349; or of intrigue and cunning, Ἀγαθοκλεῖος λάσιαι φρένες ἤλασαν ἔξω πατρίδος Alex.Aetol.5; alsoλ. κεφαλή Pl.Ti. 76c
;περὶ ὦτα λ. Id.Phdr. 253e
;λ. τὰ σκέλη Luc.DDeor.4.1
;λ. ὀφρύς Theoc.11.31
;μηρῶν τρίχες AP11.326
(Autom.); τὸ λ. hairiness, Luc.DMar.1.1. Adv.τῶν ὀφρύων -ίως ἔχειν Philostr.VS2.1.7
.II generally, bushy, overgrown,αἴης λάσιον μένος Emp.27.2
;χωρίον X.HG4.2.19
, cf. Pl.Cra. 420e;δρυμός Theoc.25.134
;δρῦς Id.26.3
;ἐκ τῶν λ. τὰ θηρία ἐξελᾶν X.Cyr.1.4.16
;διὰ τῶν λ. ἐπιγενόμενοι Id.An.6.4.26
: c. dat., overgrown with..,γῆ ὕλαις λάσιος Luc.Prom.
l.c. -
3 τρᾱχύς
τρᾱχύς, ion. u. ep. τρηχύς, rauh, uneben, hart; steinig, felsig; Hom. λίϑος, Il. 3, 308, wie Pind. Ol. 8, 55; ἀκτή, Od. 5, 425; ἀταρπός, 14, 1; Ithaka, 10, 417 u. öfter; Olizon, Il. 2, 717; γῆ, Her. 4, 23; τραχεῖα καὶ χαλεπὴ ὁδός, Plat. Rep. I, 328 e; Ggstz λεῖον, πάϑημα Tim. 63 e; φωνή, 67 c; καὶ λάσιος, Crat. 420 e; τῇ φωνῇ, Xen. An. 2, 6, 9. – Uebtr., hart, heftig, zornig, wild; ὑσμίνη, Hes. Sc. 119; τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο, Pind. I. 3, 35, wie τραχεῖαν ἐγχέων ἀκμάν, P. 1, 10; ἔφεδρος, N. 4, 96, streng; ἅπας δὲ τραχύς, ὅςτις ἂν νέον κρατῇ, Aesch. Prom. 35; εἰ δ' ὧδε τραχεῖς καὶ τεϑηγμένους λόγους ῥίψεις, 311; δικαστής, Ag. 1395; τραχεῖαν ὀργήν, Eur. Med. 447; τὸ τραχὺ τοῦ ἤϑους, im Ggstz von ἥμερον καὶ λεῖον, Plat. Crat. 406 a; ἔρως, Opp. Cyn. 2, 187. – Adv. τραχέως, wie auch das neutr. τραχύ gebraucht wird; τρηχέως περιέπεσϑαι, hart behandelt werden, Her. 5, 1. 81. 7, 211. 8, 18; περισπεῖν, 2, 64; τρηχύτατα περιεφϑῆναι, 8, 27; τραχέως ἔχειν, Isocr. 3, 33; wie Dem. 19, 45, τραχέως δ' ὑμῶν ἐπὶ τῷ μηδὲ προςδοκᾶν σχόντων.
-
4 κῆρ
κῆρ, τό, perh.[var] contr.from κέαρ (sed v. infr.); Hom. always κῆρ, dat. κῆρι, Adv. κηρόθι (q.v.); Trag.always κέαρ (no other case):—A heart,κῆρ γηθεῖ ἐνὶ στήθεσσι Il.14.139
;κ. ἄχνυται ἐν θυμῷ 6.523
, cf. 7.428;ἄλλα δέ οἱ κ. ὅρμαινε φρεσὶν ᾗσιν Od.18.344
, cf. 7.82;τῶ κε.. αἶψα μεταστρέψειε νόον μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κ. Il.15.52
;θαλέων ἐμπλησάμενος κ. 22.504
, cf. 19.319; τοῦ δ' οὔ ποτε κυδάλιμον κ. ταρβεῖ, of a boar or lion, 12.45: dat. κῆρι as Adv., with all the heart, heartily,ὅν τε Ζεὺς κῆρι φιλήσῃ 9.117
: mostly strengthd., περὶ κ. φιλεῖν περὶ Adv., either exceedingly or throughout) 13.430;περὶ κ... τιμᾶν τινα Od.5.36
, etc.;ἀπέχθωνται περὶ κ. Il.4.53
;περὶ κ... ἐχολώθη 13.206
; νεμεσσῶμαι π. κῆρι ib. 119; for λάσιον κ. v. λάσιος; later κῆρ ἄσᾳ βόρηται dub. in Sapph.Supp.25.18;ἐμὸν κέαρ οὐ γεύεται ὕμνων Pi.I.5(4).20
, cf. N. 7.102, B.16.108, etc.;κέαρ ἀπαράμυθον A.Pr. 187
(lyr.); ἠλγύνθην, ἠχθέσθην κέαρ, ib. 247, 392, etc.; paratrag.,τὸ κέαρ ηὐφράνθην Ar. Ach.5
. (With nom. κῆρ cf. OPruss. seyr, Arm. sirt, 'heart', I.-E. [kcirc ]ērd- (cf. καρδία) ; κέαρ is perh. a later formation on the analogy of ἔαρ: ἦρ.)
См. также в других словарях:
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek
λασιόθριξ — ο, η, και λασιότριχος, η, ο (Α λασιόθριξ, τριχος και λασιότριχος, ον και λασιοτριχής, ές) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + θριξ (< θρίξ «τρίχα»), πρβλ. δασύ θριξ, λευκό θριξ. Ο τ. λασιότριχος <… … Dictionary of Greek
λάσα — (Lasa). Πόλη (139.822 κάτ. το 1998) της Κίνας, πρωτεύουσα της αυτόνομης κινεζικής περιοχής του Θιβέτ. Βρίσκεται στο κέντρο της πιο φιλόξενης ζώνης της χώρας, στη δεξιά όχθη του Kιί τσου (παραποτάμου του Βραχμαπούτρα) και στη βορειοανατολική… … Dictionary of Greek
λασίων — Αρχαία πόλη της Ηλείας. Βρισκόταν στο οροπέδιο της Φολόης. Οι ιδρυτές της ήταν Αρκάδες, αλλά τον 4o και τον 3o αι. π.Χ. ανήκε εκ περιτροπής σε αυτούς και στους Ηλείους. Το 217 π.Χ. ο Φίλιππος E’ της Μακεδονίας κατέλαβε την πόλη και την απέδωσε… … Dictionary of Greek
λασία — Ονομασία της Άνδρου, της Λέσβου και του Πόρου κατά την αρχαιότητα, καθώς και ενός όρμου στην Επιδαύρια. * * * η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας coccinelidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lasie (< λάσιος)] … Dictionary of Greek
λαισήιον — λαισήιον, τὸ (Α) είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος*. Κατ άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.… … Dictionary of Greek
λασιόμαλον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μῆλον τὸ ἔχον χνοῡν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + μᾶλον, αιολ. και δωρ. τ. τού μῆλον] … Dictionary of Greek